- εγκλιμάτιση
- ηο εγκλιματισμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εγκλιμάτιση — η βλ. εγκλιματισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εγκλιματισμός — εγκλιματισμός, ο και εγκλιμάτιση, η η προσαρμογή ζωντανών οργανισμών σε νέο φυσικό περιβάλλον, διαφορετικό από της πατρίδας τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)